ξεκουραστικός

ξεκουραστικός
-ή, -ό [ξεκουράζω]
αυτός που επιφέρει ξεκούραση, ανάπαυση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξεκουραστικός — ή, ό αυτός που ξεκουράζει, που φέρνει ανακούφιση, ανάπαυση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άνετος — η, ο επίρρ. α αυτός που προσφέρει άνεση, αναπαυτικός, ξεκουραστικός: Το καινούριο μας σπίτι είναι πιο άνετο από το παλιό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναπαυτικός — ή, ό επίρρ. ά ξεκουραστικός, άνετος: Αυτή η πολυθρόνα είναι πολύ αναπαυτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”